βαθυτάτη

βαθυτάτη
βαθύς
deep
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαθυτάτῃ — βαθύς deep fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυτάτηι — βαθυτάτῃ , βαθύς deep fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Κλάιστ, Έβαλντ Κρίστιαν φον- — (Ewald Christian von Kleist, 1715 – 1759). Γερμανός ποιητής. Ο Κ. διακρίθηκε ως αξιωματικός στους πολέμους του Φρειδερίκου B’ και συνδέθηκε φιλικά με τον Λέσινγκ. Αργότερα, κάποιος αποτυχημένος ερωτικός δεσμός του άσκησε έντονη επίδραση στον… …   Dictionary of Greek

  • Ντρέιφους, Αλφρέ — (Alfred Dreyfus, Μιλούζ 1859 – Παρίσι 1935). Αξιωματικός του γαλλικού στρατού, που κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία το 1894 και αθωώθηκε, έπειτα από μακρές περιπέτειες, το 1906 (ορθή προφορά: Ντρεφίς). Περισσότερο από την προσωπική περίπτωση, η… …   Dictionary of Greek

  • въноутрьнии — (87) пр. 1. Внутренний, находящийся, расположенный внутри чего л.: коварьстьнѣ тако и льстьнѣ [всех] прешьдъ. и всѩкъ собѣ ˫ако же хотѩше приведъ. тогда вънѹтрьнѥѥ злоѡбычьноѥ износити абиѥ показа. (τὴν ἔνδον κακοήθειαν) ЖФСт XII, 103; і всѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ακροδίκαιος — ἀκροδίκαιος, ον (AM) ο υπερβολικά δίκαιος, ακριβοδίκαιος* αρχ. αυτός που έχει βαθύτατη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + δίκαιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”